δαϊκτήρ

δαϊκτήρ
δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαικτήρ — δαϊκτήρ , δαικτήρ slayer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ …   Dictionary of Greek

  • δαικτῆρος — δαϊκτῆρος , δαικτήρ slayer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”